- τρυφερόκαρδος
- -η, -οπου έχει τρυφερή καρδιά, ευαίσθητος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τρυφερόκαρδος — η, ο, Ν αυτός που έχει τρυφερή καρδιά, ευαίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + καρδος (< καρδιά), πρβλ. καλό καρδος] … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek